- Ψευδαρτάβας
- ΨευδαρτάβαςFalse-measuremasc nom sgΨευδαρτάβᾱς , Ψευδαρτάβηςmasc acc pl (doric)Ψευδαρτάβᾱς , Ψευδαρτάβηςmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψευδαρτάβας — ὁ, Α κωμική προσωνυμία ατόμου που ισχυριζόταν ότι ήταν Πέρσης, χωρίς να είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ἀρτάβη «περσικό μέτρο χωρητικότητας»] … Dictionary of Greek